Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ΕΤΣΙ Η ΖΩΗ ΞΑΝΑΡΧΙΖΕ ΣΕ ΛΙΘΟΣΤΡΩΤΟ ΗΛΙΟ (απ’ το άλλο πλευρό περιμένανε ξεκοιλιασμένα όνειρα…)

 ΟΡΦΕΑΣ

Άδειασε ο κόσμος την ανάσα σου    η λίμνη το χαμόγελό σου

Και στο υπαίθριο καφενείο    τα γκαρσόνια διπλώνουν τα φτερά των κύκνων

Το πέρασμά σου που ξεσήκωνε τα χρώματα    γίνηκε μύθος

Μέσ’ απ’ τη ζέστη που διέλυε το χιτώνα μου

η μέρα μ’ άφηνε να σε ξεχάσω

 

Το βράδυ τριγυρνούσα χαμένος

Γιατί ακόμα χτες μας μέθαγαν οι κήποι

Ακόμα χτες τα δένδρα    σηκώνανε ψηλά τον ουρανό

Σα να ’χαν μεσ’ στους κλώνους τους αηδόνια

 

Κι εγώ τυφλός στις μεγάλες λεωφόρους

Γιατί δε μου αρκεί αυτό το φως    που σκιαγραφεί μονάχα τα κορμιά

και καταπίνει τις ψυχές και σένα

 

Πήρα τηλέφωνο τα εφημερεύοντα νοσοκομεία

Κανείς δεν είχε ακούσει το όνομά σου

Έτρεξα μήπως βρω ξανά το αίμα σου

Τον σκορπισμένο θησαυρό του σώματός σου

Κοιτούσα αφηρημένος από λύπη    τον ουρανό σε ανεστραμμένα πρόσωπα

Τ’ αστέρια σε πρησμένες γλώσσες

Κι ο γιατρός έμπλεος στο αίμα    να σχεδιάζει τερατώδη λουλούδια στις σάρκες

Έτσι η ζωή ξανάρχιζε σαν από θαύμα    με στήθος παραγεμισμένο κουρέλια    και άχρηστα αντικείμενα

Έτσι η ζωή ξανάρχιζε σε λιθόστρωτο ήλιο!..

 

Μια γυναίκα δίπλα στον άρρωστο να τρέμει    γύρω απ’ τα χείλη της

Τι σε κάνει κι απελπίζεσαι τόσο

Τον ρωτάει τις νύχτες    μισή γριά μισή σκαλισμένη στη μνήμη του έρωτα

Από το άλλο πλευρό τον περιμένανε ξεκοιλιασμένα όνειρα    γιορτές από εφιάλτες

Και τ’ αρχικά σου ανήκαν κάπου αλλού

Σε μια ξανθιά αυλιτρίδα    από την Κόρινθο

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Μπορείς να ζεις τη θλίψη σου όσο θέλεις   μα δεν θα πρέπει πια να μ’ ενοχλείς

Δες με – μαζεύω χόρτα αρωματικά

Κόβω απ’ τα γιασεμιά τον βραδινό ουρανό   και πλένομαι στον ποταμό σα νέο φεγγάρι

Τώρα σ’ αφήνω να λυπάσαι σε όλο το βάθος  και το πλάτος της θλίψης

Έπειτα αν θες να ξεχάσεις μπορείς να κοιμάσαι

Να, πάρε αυτή την ψυχρή συνταγή –  αυτή τη σιωπή μου

Άνοιξε διάπλατα τον τάφο της νύχτας

Τι βλέπεις μέσα;

[αποσπάσματα  από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΠΛΟΥΤΩΝ και ΕΥΡΥΔΙΚΗ 1973, που συνεχίζεται αμέσως παρακάτω με ΜΑΣΚΕΣ ΧΑΡΑΣ και ΜΑΣΚΕΣ ΠΕΝΘΟΥΣ κι ΕΝΥΔΡΕΙΑ ΖΩΗΣ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992 Εκλογή, Ελληνικά Γράμματα 1999]

 

 


 

ΜΑΣΚΕΣ ΧΑΡΑΣ και ΜΑΣΚΕΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΚΙ ΕΝΥΔΡΕΙΑ ΖΩΗΣ (πάρε ό,τι θέλεις κι έπειτα κάλεσέ με στον ύπνο σου):

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

... και θα ’ρθω μα θα μου πεις

κάθε βραδιά τα ίδια

άσπρο χιτώνιο άσπρα παιχνίδια

Τώρα στις αθόρυβες πόρτες σαν κλεφτοφάναρο

ο Πλούτωνας ορθώνεται άγρια

στο πρόσωπο του επισκέπτη

Ξημέρωσε

Έχω μια κακία σα μαύρη χαρά για τον έξω κόσμο

Πάνω στο δέρμα μου τα χείλη σου τελειώσαν τα φιλιά πέσαν

Τα μαλλιά μου ανασαίνουνε σε χλοϊσμένο μνήμα

μη με φωνάζεις άλλο

Μη μου φορτώνεις ξανά στους ώμους μου

τον κόσμο – για δες

στα μάτια μου τυφλώθηκε το δείλι

Κοιμήθηκαν στις φλέβες μου τ’ αηδόνια

και οι νεκρώσιμες βιολέτες

 

ΟΡΦΕΑΣ:

Καιρός να φύγω πια κι εγώ

από το κοιμητήρι τόσων αισθημάτων

Να πάω εκεί που σιγούνε οι λέξεις

στα δικά μου δάκρυα

Στο διάτρητο ύπνο αμίλητη

εκεί σε ξαναβρίσκω

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

Μα δε σε ακούω τι λες τι ψιθυρίζεις

Σε ποιον μιλώ

Στις αθόρυβες πόρτες κλεφτοφάνερο

ο Πλούτωνας ορθώνεται άγρια

στο πρόσωπο του επισκέπτη

 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ:

Γύρισε πίσω  - στην κούνια γύρνα

Κατέβα τη γλοιώδη σκάλα

αγωνιά η καρδιά σου δεν αγωνιά;

Δεν ξέρεις τίποτα

Θα ήθελες απ’ την αρχή να συλλαβίσεις

πόρτα… τοίχος… μητέρα…

Ρίχνεις το γέλιο σου μαύρο τόπι στο νερό

Είσαι πολύ μικρή

έστι λευκή στους ώμους των νεφών

Βυθίσου στο τίποτα

Να που βυθίστηκες στα χείλη σου

Ο ήλιος σε περιφρονεί σαν πετραδάκι

κι όμως είσαι σημαντική σαν πετραδάκι

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

Πίνεις νερό; Είναι η στάμνα

Λες καλημέρα; Είναι η αυγή

Τα μόνα λόγια που συλλαβίζω είναι

χαράδρα… ηχώ… έρημος…

Οι κάκτοι ανεβαίνουν ως τη ρίζα της φωνής σου

γυρίζω το δέρμα του κόσμου απ’ την ανάποδη

από μέσα κι απ’ έξω άδειος

 

ΟΡΦΕΑΣ:

Τώρα πια σ’ έχω χάσει

Γιατί πώς να περάσω μια θάλασσα

που πρήστηκε στα φύκια

Ή πάλι ανάμεσα στο δάσος των νεκρών

με τόσους κλώνους τυλιγμένους πάνω μου σα χέρια

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

Φύγε σ’ άλλες πηγές σ’ άλλα όνειρα

Σαπισμένες οι φωνές των ψαράδων

τραβάνε μόνο δίχτυα και σκιές

Κι η θάλασσα στον ύπνο μου

κατηφορίζει κάπου-κάπου απ’ τα ουράνια

 

ΟΡΦΕΑΣ:

Τι πλήξη αλήθεια φοβερή κι ο θάνατος

τι ανία

Ήμουνα κεντημένος στα μάτια σου θυμάσαι;

Τώρα κλείσαν κι αυτά

σε επιτύμβιες πλάκες  από φως

Μένει μονάχα η ερημιά του γέλιου σου

κι οι ελαιώνες μένουν

τα πρόσωπά μας έναστρα στις λίμνες

Κι όσα δάκρυα κλειδώθηκαν σε ανείπωτες λέξεις

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

Γι’ αυτό μη με φωνάζεις άλλο

Στις αθόρυβες πόρτες σαν κλεφτοφάναρο

ο Πλούτωνας ορθώνεται άγρια

στο πρόσωπο του επισκέπτη

 

ΟΡΦΕΑΣ:

Ώστε είναι εκείνος τώρα που αγαπάς

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ:

Ξέχασα πια το μαλακό σου βήμα

το ρόδινο αίμα της αγάπης

Γιατί να μπαίνεις και να βγαίνεις απ’ το σκελετό σου

μου ψιθυρίζει ο Άδης

 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ:

Ξέχασε πια το μαλακό σου βήμα

το ρόδινο αίμα της αγάπης

Γιατί να μπαίνεις και να βγαίνεις

απ’ το σκελετό σου

Κι απ’ τα αναμμένα χρώματα του απάνω κόσμου

Εκεί που και το φως ακόμη κάνει ένα θόρυβο

σα να ’ναι αέρας που πληγώνει

Δεν ωφελεί να θέλεις να γυρίσεις πίσω

στα μισοτελειωμένα φώτα ενός πάθους

Κι η μνήμη μέσα σου να σκύβει σα ζητιάνα

 

ΟΡΦΕΑΣ:

Τώρα η λύπη στέκεται σα γριά στον απέναντι τοίχο

και με χαζεύει

Μουτζουρώνω τα πρόσωπα και τι μένει

το χάος του κήπου και το νερό το άδειο

Δεν υπάρχουν πια λίμνες να βρω το πρόσωπό σου

μόνο τον ουρανό αναστρέφουν τίποτ’ άλλο

Κι η θάλασσα σε μια παλιά φωτογραφία

σκυλί δαρμένο

Στον τοίχο ένα καρφί ζαρωμένο

τι μπορώ να κάνω

Να γκρεμίσω τον τοίχο για την αυλή

την αυλή για το δρόμο

Το δρόμο για τον Άδη

Κύκλους – κύκλους ο φλογισμένος γλόμπος

διαγράφει μέσα μου τη θάλασσα

διάφανη ως το βυθό από σένα

Θυμάμαι το δέρμα τους μικρούς γοφούς σου

τους άξαφνους τρόμους σου

Θυμάμαι τους ανοιχτούς πόρους του γέλιου σου

μα ετούτη εδώ τη νύχτα που ανεβαίνει αργά

από το πάτωμα στους τοίχους

κατρακυλώντας ξανά μαζί μου απ’ το ταβάνι

τι να την κάνω

 

Κάθε σούρουπο σηκώνονται τα φύλλα

με άξαφνους ανέμους τότε

κοιμάμαι από μια βαθιά λύπη

Κι ονειρεύομαι τις τέσσερις εποχές

Γελάστηκες αν νόμισες πως φλυαρώ

δε μιλώ πια σε κανέναν

Αφήνω τον κύκλο της ζωής και βγαίνω

δε δέχομαι παρά μιαν έκπαγλη ομορφιά

εσένα γυρεύω

Τυλίγομαι στις φλόγες των μαλλιών σου

Στην κεντημένη σου εσθήτα

ταξιδεύω

Σπάω τα γυάλινα χέρια σου τα άλλα χέρια

και σε γυρεύω

Ανοίγω πόρτες πλαϊνές

Στέκομαι μόνος στη μέση του ονείρου

Στεκόμαστε εκεί κι οι δυο

κι ο ένας δε ζητάει τίποτ’ απ’ τον άλλο

Μόνο ν’ αγγίζουμε λίγο

εκείνο το γλυπτό κορμί

Το έρημο εκείνο πρόσωπο της νιότης.

 

Οι άλλοι φοβούνται τη βροχή

Στέκονται κάτω απ’ τις μαρκίζες

και περιμένουν ώρες να κοπάσει

Τότε χυμώ στη θύελλά μου

ξεκινάω με τη φωτεινή ακοή των τυφλών

Κορμί σα ρόδο χέρια σα βροχή

κρίνα σα δάχτυλα μικρού παιδιού κάτω απ’ τη γη

Τραγουδάει η λύρα μοναχή της

Πού είμαι… σε ψηλαφίζω ξανά

ξεκόλλησέ μου τα μάτια απ’ αυτούς τους τοίχους

Το αίμα της μνήμης πάλι επάνω σου πήζει

 

 

ΕΥΡΥΔΙΚΗ: ΤΩΡΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑΠΑΝΩ ΜΟΥ ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ     ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ ΑΟΡΑΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ…  

Κοιτάζω στους καθρέφτες του Άδη και βλέπω αυτό που θέλω    Μεσ’ απ’ τα μάτια μου το χάος    Γιατί είμαι μια μικρούλα κρύα πέτρα    Είμαι μια θάλασσα πνιγμένη    Είμαι μια γη καλά λησμονημένη    Μη με παιδεύεις άλλο με ανθοδέσμες και σφαγμένα ρόδα    Είμαι κάθε στιγμή αυτό που ο Πλούτων θέλει    Και δεν το αγαπώ καθόλου αυτό το σαστισμένο μνήμα   Κι ούτε να διαιρώ στα δύο τον έρημο σταυρό και να σε περιμένω    Τώρα οι εποχές πέφτουν επάνω μου πότε με τη βροχή πότε με το φεγγάρι    Είμαι μια ρίζα δίχως φως   Βλέπω τον έρωτα πλακόστρωτο    Δεν ξέρω πια γιατί θα πρέπει ν’ ανέβω σ’ αυτό το οπλισμένο φως του απάνω κόσμου    Μη με φωνάζεις άλλο    Στις αθόρυβες πόρτες σαν κλεφτοφάναρο ο Πλούτωνας ορθώνεται άγρια στο πρόσωπο του επισκέπτη    Κι οι γαλαζόπετρες των έρημων ματιών του με βεβαιώνουνε πως τίποτε δε μένει ύστερα απ’ το φιλί κι απ’ τη δοσμένη σάρκα    Άλλωστε εκείνος πια με βλέπει κι από μέσα   Ήξερες τάχα εσύ πως είχα μιαν αιμόφυρτη καρδιά οστά και σπλάχνα;    Έτσι πια τίποτα δε γυρεύω    Γιατί δεν ήσουνα εσύ που με ’χασες σαν γύρισες και με είδες    Ήμουν εγώ που πια δεν ήθελα ν’ ανέβω    Και την ανάσα μου κι αυτή στη δίνω πίσω    με σπάνια δώρα από βιολέτες κι υακίνθους    Εκείνο το δειλό κορίτσι έχει πεθάνει   Δε θα το ξαναβρείς παρά μονάχα στο γλυπτό του τάφο    Κι εκείνα τα αβέβαια χέρια τώρα γέμισαν παιδικά ενθύμια κι αμφορείς    Είμαι μια γη καλά λησμονημένη σκάψε με ακόμα σκάψε κι άλλο    Όσο βαθιά κι αν ανεβάσεις τη φωνή σου δε θα με ξαναβρείς [από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΠΛΟΥΤΩΝ και ΕΥΡΥΔΙΚΗ 1973, σντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992 Εκλογή, Ελληνικά Γράμματα 1999]

Τετάρτη, 16 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ